PEIGNOIR - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

PEIGNOIR - translation to αραβικά

LONG, USUALLY THIN, WOMAN'S GARMENT WORN AS A DRESSING GOWN
Peignior

PEIGNOIR         

ألاسم

ثَوْبٌ فَضْفاض

peignoir         
رداء فضفاض للمرأة
NEGLIGEE         
SHEER OR HEAVILY TRIMMED WOMAN'S NIGHTGOWN OR DRESSING GOWN
Negligée; Déshabillé; Deshabille; Négligée

ألاسم

بِيجَاما ; بِيجَامَة ; ثَوْبُ النَّوْم ; ثَوْبٌ فَضْفاض ; قَمِيصُ النَّوْم

Ορισμός

peignoir
['pe?nw?:]
¦ noun a woman's light dressing gown or negligee.
Origin
Fr., from peigner 'to comb' (because the garment was orig. worn while combing the hair).

Βικιπαίδεια

Peignoir

A peignoir (, also US: ; French pronunciation: ​[pɛ.ɲwaːʁ]) is a long outer garment for women which is frequently sheer and made of chiffon or another translucent fabric. The word comes from French peigner, to comb the hair (from Latin pectināre, from pecten, pectin-, comb) describing a garment worn while brushing one's hair, originally referring to a dressing gown or bathrobe.

Very high-end peignoirs were occasionally sold with sheer long gloves and stockings made of the same material as the peignoir itself for wear to bed or on occasions where the wearer would be seen in her nightclothes, such as visiting or while sharing accommodations during travel during the mid-19th to mid 20th centuries. Contemporary peignoirs are usually sold with matching nightgown or panties.